χρῄσδω

χρῄσδω
χρῄσδω, [dialect] Dor. for χρῄζω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρήσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. χρήζω …   Dictionary of Greek

  • χρῄσδω — χρῄζω want pres subj act 1st sg (doric) χρῄζω want pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήζω — χρῄζω, ΝΑ, και χρηϊίζω και επικ. και ιων. τ. χρηΐζω και δωρ. τ. χρῄσδω και δωρ. και μεγαρικός τ. χρῄδδω και χρείζω και σπάν. τ. χρήζω και σε επιγρ. χρηϊέζω Α έχω χρεία, έχω ανάγκη, χρειάζομαι (α. «δε χρήζει τού κύκλου τα στρατέματα», Ερωτόκρ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”